πειστικούς

πειστικούς
πειστικός
persuasive
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευσταθώ — (ΑΜ εὐσταθῶ, έω) [ευσταθής] είμαι ευσταθής, είμαι σταθερός, έχω σταθερή βάση νεοελλ. είμαι βάσιμος, στηρίζομαι στην πραγματικότητα, σε τεκμήρια, σε πειστικούς συλλογισμούς (α. «η άποψη δεν ευσταθεί» β. «τα επιχειρήματα δεν ευσταθούν») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”